φιλόπαις — loving boys masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδα — φιλόπαις loving boys masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδας — φιλόπαις loving boys masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδες — φιλόπαις loving boys masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδι — φιλόπαις loving boys masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαιδος — φιλόπαις loving boys masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαισι — φιλόπαις loving boys masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0205 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c ա. φιλόπαις, φιλότεκνος filiorum amans. Սիրօղ զմանկունս իւր, զաւակասէր, որդեսէր. *Մայր առաքինի, մանկասէր՝ միանգամայն եւ աստուածասէր: Երեւի արդեօք յայնժամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)